- κατειλίσσω
- κατειλίσσω (Α)ιων. τ. βλ. καθελίσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθελίσσω — καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α) 1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾱν αὐτοῡ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.) 2. (για φίδι) σύρω, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλίσσω (< ἕλιξ)] … Dictionary of Greek